ἀνήγαγον

ἀνήγαγον
ἀνήγαγον: see ἀνάγω.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀνήγαγον — ἀνάγω lead up aor ind act 3rd pl (attic epic ionic) ἀνάγω lead up aor ind act 1st sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοσχοποιώ — μοσχοποιώ, έω (Α) (για τους Εβραίους που κατασκεύασαν μετάλλινο ομοίωμα μόσχου στην έρημο και τό λάτρευαν) κατασκευάζω μόσχο («ἐμοσχοποίησαν.. καὶ ἀνήγαγον θυσίαν τῷ εἰδώλῳ», Κ.Δ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + ποιῶ*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”